σκουδί

σκουδί
το Ν
1. τρυφερό βλαστάρι λαχανικών, όπως λ.χ. τής κράμβης και τού σπαραγγιού
2. το σκουντί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. αραβικής προελεύσεως].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”